λεληθώς

λεληθώς
λανθάνω
escape notice
perf part act masc nom/voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • λεληθότως — (Α λεληθότως) επίρρ. χωρίς να τό αντιληφθεί κάποιος, κρυφά, απαρατήρητα («ἕτεροι δὲ πλησίον συνδραμόντες εἰς τὰ σπήλαια, λεληθότως ἄγειν τὴν ἑβδομάδα», ΠΔ) αρχ. ασυναίσθητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεληθώς, μτχ. παρακμ. τού λανθάνω «διαφεύγω την προσοχή»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”